φιλαιρετικός

φιλαιρετικός
-ή, -όν, Α
αυτός που πρόσκειται στους αιρετικούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + αἱρετικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”